αγκελώνω

αγκελώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αγκελώνω" в других словарях:

  • αγκελώνω — βλ. αγκυλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλώνω — (και αγκελώνω),αγκύλωσα, αγκυλώθηκα, αγκυλωμένος 1. κεντώ, τρυπώ: Πήγα να κόψω το τριαντάφυλλο κι αγκυλώθηκα. 2. πειράζω, πληγώνω: Τα λόγια του μ αγκυλώσανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»